cacique

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
cacique caciques

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

cacique (fr) αρσενικό

  1. ο αρχηγός φυλής των αλλοτινών κατοίκων της Κεντρικής Αμερικής
  2. προσωπικότητα με υψηλή [πολιτική ή διοικητική θέση
  3. αυτός που ήρθε πρώτος στον διαγωνισμό εισόδου στην École Normale Supérieure· (κατ’ επέκταση) αυτός που ήρθε πρώτος σε έναν διαγωνισμό