cadencé
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | cadencé | cadencés |
θηλυκό | cadencée | cadencées |
cadencé (fr)
Δείτε επίσης : cadence |
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | cadencé | cadencés |
θηλυκό | cadencée | cadencées |
cadencé (fr)