caisse
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
caisse < (κληρονομημένο) μέση γαλλική caisse
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
caisse | caisses |
caisse (fr) θηλυκό
- το ταμείο
- το κιβώτιο, το κασόνι
- (αργκό) το αυτοκίνητο