caissier
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- caissier < caisse
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | caissier | caissiers |
θηλυκό | caissière | caissières |
caissier (fr)
- ο ταμίας
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη caisse