calauder
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
calauder | calauders |
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
calauder (fr) αρσενικό
- (πληροφορική) (Βέλγιο) η άμεση γραπτή επικοινωνία στο ίντερνετ, το « τσατάρισμα »