calfeutrage
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
calfeutrage | calfeutrages |
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
calfeutrage (fr) αρσενικό
- το στούπωμα
ενικός | πληθυντικός |
calfeutrage | calfeutrages |
calfeutrage (fr) αρσενικό