calque
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
calque | calques |
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
calque (fr) αρσενικό
- πιστό αντίγραφο ενός σχεδίου, με ξεπατίκωμα
- (συνεκδοχικά) το λαδόχαρτο / ριζόχαρτο / τσιγαρόχαρτο
- μεταφραστικό δάνειο