cambuse
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
cambuse | cambuses |
cambuse (fr) θηλυκό
- (ναυτικός όρος) αποθήκη τροφίμων
- (ειρωνικά) δωμάτιο, καμαράκι