camella
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Λατινικά (la)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- camella < υποκοριστικό του camera < αρχαία ελληνική καμάρα < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *kam- (καμπή)
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
camella θηλυκό
[επεξεργασία]
Κλίση[επεξεργασία]
αριθμός | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | camella | camellae |
γενική | camellae | camellārum |
δοτική | camellae | camellīs |
αιτιατική | camellam | camellās |
κλητική | camella | camellae |
αφαιρετική | camellā | camellīs |