can
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
can | cans |
can (en)
- μεταλλικό δοχείο, κονσέρβα, μπιτόνι, τενεκές, τενεκεδάκι
- κονσέρβα (το περιεχόμενο)
- (αργκό, ΗΠΑ) φυλακή
Ρήμα 1[επεξεργασία]
ενεστώτας | can |
γ΄ ενικό ενεστώτα | can |
αόριστος | could |
παθητική μετοχή | — |
ενεργητική μετοχή | able |
αγγλικά ανώμαλα ρήματα |
can (en)
- (modal verb) μπορώ, δύναμαι, υπάρχει η ικανότητα για κάτι
- ↪ Can you swim?
- Μπορείς να κολυμπήσεις;
- ↪ Can you come?
- Θα μπορέσεις να έρθεις;
- ↪ I could not go yesterday.
- Δεν μπόρεσα να πάω χθες.
- ≈ συνώνυμα: be able to
- ≠ αντώνυμα: can't, cannot
- ↪ Can you swim?
- (modal verb) μπορεί να, θα μπορούσα, υπάρχει η πιθανότητα για κάτι
- (modal verb, ανεπίσημο) μπορώ, να, για άδεια ή παράκληση
- ↪ Can I go out, sir?
- Μπορώ να πάω έξω, κύριε;
- ↪ You can go now.
- Μπορείτε να πηγαίνετε τώρα.
- ↪ He said I can leave.
- Είπε ότι μπορούσα να φύγω.
- ↪ Can I also borrow books from the library this weekend?
- Να δανείζομαι κι εγώ βιβλία από τη βιβλιοθήκη τα Σαββατοκύριακα;
- ≈ συνώνυμα: could, → και δείτε τη λέξη may
- ↪ Can I go out, sir?
Σημειώσεις[επεξεργασία]
- χρησιμοποιείται την έκφραση be able to οπότε το ρήμα can είναι ελλειπτικό
- ↪ για παράδειγμα την πρόταση «Θα μπορέσω να έρθω».
- Η πρόταση “I will be able to come.” είναι σωστό.
- Η πρόταση “I will can come.” είναι λανθασμένο.
- ↪ για παράδειγμα την πρόταση «Θα μπορέσω να έρθω».
Ρήμα 2[επεξεργασία]
ενεστώτας | can |
γ΄ ενικό ενεστώτα | cans |
αόριστος | canned |
παθητική μετοχή | canned |
ενεργητική μετοχή | canning |
can (en)
- κονσερβοποιώ
- ↪ industry that cans olives/tomatoes/fish - βιομηχανία που κονσερβοποιεί ελιές/ντομάτες/ψάρια
- (αμερικανική σημασία)
Εκφράσεις[επεξεργασία]
Πηγές[επεξεργασία]
- can - Cambridge Dictionary online
- can (modal verb) - Oxford Learner's Dictionaries
- can (verb) - Oxford Learner's Dictionaries
- Collins Dictionary: What is the difference between can, could and be able to?
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 574. ISBN 9780194325684., λήμμα: μπορώ
Βενετικά (vec)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
can (vec)
- (θηλαστικό ζώο) ο σκύλος
Τουρκικά (tr)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- can < (κληρονομημένο) οθωμανική τουρκική جان (can) <(άμεσο δάνειο) περσική جان (jân) << μέση περσική 𐫃𐫏𐫀𐫗 (gyān) <<< σανσκριτική व्यान (vyāná) [1]
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
can (tr)
- άυλη οντότητα που επιτρέπει σε ανθρώπους και ζώα να ζουν και χωρίζεται από το σώμα μετά το θάνατο, ψυχή, η βασική αρχή της ύπαρξης και της ζωής
- ζην, ζωή, επιβίωση
- δύναμη, ζωντάνια, ζωτικότητα, σθένος
- άτομο, πρόσωπο, άνθρωπος
- η ύπαρξη ενός ανθρώπου, η ουσία και ο πυρήνας του
- καρδιά, το μέρος που θεωρείται η πηγή των αισθημάτων, των παθών, της ηθικής
- αδελφός του τάγματος σύμφωνα με τις σέκτες των Μπεκτασήδων και των Μεβλεβήδων
Κλίση[επεξεργασία]
κλίση του can
ενικός | πληθυντικός | |
---|---|---|
ονομαστική | can | canlar |
αιτιατική | canı | canları |
δοτική | cana | canlara |
τοπική | canda | canlarda |
αφαιρετική | candan | canlardan |
γενική | canın | canların |
κτητικές μορφές του can
(ονομαστική) | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
... μου | canım | canlarım |
... σου | canın | canların |
... του | canı | canları |
... μας | canımız | canlarımız |
... σας | canınız | canlarınız |
... τους | canları | canları |
(αιτιατική) | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
... μου | canımı | canlarımı |
... σου | canını | canlarını |
... του | canını | canlarını |
... μας | canımızı | canlarımızı |
... σας | canınızı | canlarınızı |
... τους | canlarını | canlarını |
(δοτική) | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
... μου | canıma | canlarıma |
... σου | canına | canlarına |
... του | canına | canlarına |
... μας | canımıza | canlarımıza |
... σας | canınıza | canlarınıza |
... τους | canlarına | canlarına |
(τοπική) | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
... μου | canımda | canlarımda |
... σου | canında | canlarında |
... του | canında | canlarında |
... μας | canımızda | canlarımızda |
... σας | canınızda | canlarınızda |
... τους | canlarında | canlarında |
(αφαιρετική) | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
... μου | canımdan | canlarımdan |
... σου | canından | canlarından |
... του | canından | canlarından |
... μας | canımızdan | canlarımızdan |
... σας | canınızdan | canlarınızdan |
... τους | canlarından | canlarından |
(γενική) | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
... μου | canımın | canlarımın |
... σου | canının | canlarının |
... του | canının | canlarının |
... μας | canımızın | canlarımızın |
... σας | canınızın | canlarınızın |
... τους | canlarının | canlarının |
κλίση του can (ως κατηγορουμένου)
ενεστώτας | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
είμαι | canım | canlarım* |
είσαι | cansın | canlarsın* |
είναι | can / candır | canlar* / canlardır* |
είμαστε | canız | canlarız |
είστε | cansınız | canlarsınız |
είναι | canlar | canlardır |
αόριστος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ήμουν | candım | canlardım* |
ήσουν | candın | canlardın* |
ήταν | candı | canlardı* |
ήμασταν | candık | canlardık |
ήσασταν | candınız | canlardınız |
ήταν | candı(lar) | canlardı |
έμμεσος / απρόσωπος αόριστος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ήμουν | canmışım | canlarmışım* |
ήσουν | canmışsın | canlarmışsın* |
ήταν | canmış | canlarmış* |
ήμασταν | canmışız | canlarmışız |
ήσασταν | canmışsınız | canlarmışsınız |
ήταν | canmış(lar) | canlarmış |
*Πρόκειται για σπάνιους, κυρίως λόγιους ή ποιητικούς τύπους.
Σημείωση: οι τύποι του πληθυντικού δεν χρησιμοποιούνται για επίθετα. |
Παράγωγα[επεξεργασία]
Συγγενικά[επεξεργασία]
Αναφορές[επεξεργασία]
- ↑ can - μονόγλωσσο τουρκικό Ετυμολογικό Λεξικό «Türkçe Etimolojik Sözlük» (2002) του Σεβάν Νισανιάν
Ιταλικά (it)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
can (it) (διαλεκτικά της Εμίλια-Ρομάνια)
- (θηλαστικό ζώο) ο σκύλος
Κατηγορίες:
- Αγγλική γλώσσα
- Ουσιαστικά (αγγλικά)
- Αντίστροφο λεξικό (αγγλικά)
- Αργκό (αμερικανικά αγγλικά)
- Ρήματα (αγγλικά)
- Ανώμαλα ρήματα (αγγλικά)
- Ανεπίσημοι όροι (αγγλικά)
- Ρήματα που κλίνονται όπως το 'stop' (αγγλικά)
- Αμερικανικές σημασίες για αγγλικούς όρους (αγγλικά)
- Ανεπίσημοι όροι (αμερικανικά αγγλικά)
- Βενετική γλώσσα
- Ουσιαστικά (βενετικά)
- Θηλαστικά (βενετικά)
- Ζώα (βενετικά)
- Κληρονομημένες λέξεις από τα οθωμανικά τουρκικά (τουρκικά)
- Προέλευση λέξεων από τα οθωμανικά τουρκικά (τουρκικά)
- Δάνεια από τα περσικά (τουρκικά)
- Προέλευση λέξεων από τα περσικά (τουρκικά)
- Προέλευση λέξεων από τη μέση περσική (τουρκικά)
- Προέλευση λέξεων από τα σανσκριτικά (τουρκικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (τουρκικά)
- Τουρκική γλώσσα
- Ουσιαστικά (τουρκικά)
- Αντίστροφο λεξικό (τουρκικά)
- Ιταλική γλώσσα
- Ουσιαστικά (ιταλικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ιταλικά)
- Διαλεκτικά της Εμίλια-Ρομάνια (ιταλικά)
- Θηλαστικά (ιταλικά)
- Ζώα (ιταλικά)