canasson
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
canasson | canassons |
canasson (fr) αρσενικό
- το άλογο (οικεία)
ενικός | πληθυντικός |
canasson | canassons |
canasson (fr) αρσενικό