canasson

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ka.na.sɔ̃/

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
canasson canassons

canasson (fr) αρσενικό