cancan
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
cancan | cancans |
cancan (fr) αρσενικό
- το κουτσομπολιό, η κακολογία
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
cancan | cancans |
cancan (fr) αρσενικό
- (χορός) είδος εκκεντρικής και φανταχτερής καντρίλιας
- → δείτε και τη λέξη french cancan