capon
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- capon < (άμεσο δάνειο) ιταλική capppone (αργκό)
Επίθετο[επεξεργασία]
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | capon | capons |
θηλυκό | caponne | caponnes |
capon (fr)
- (αργκό) (παρωχημένο) (οικείο) δειλός
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | capon | capons |
θηλυκό | caponne | caponnes |
capon (fr)
- (αργκό) (παρωχημένο) (οικείο) δειλός