caréner

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

caréner < carène + -er

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ka.ʁe.ne/

Ρήμα[επεξεργασία]

caréner (fr)

  1. επισκευάζω και καθαρίζω την καρίνα, καρινάρω
  2. δίνω τη μορφή] της καρίνας σε ένα αντικείμενο