caréner
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Ρήμα[επεξεργασία]
caréner (fr)
- επισκευάζω και καθαρίζω την καρίνα, καρινάρω
- δίνω τη μορφή] της καρίνας σε ένα αντικείμενο