caractériel
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
caractériel | caractériels |
Επίθετο[επεξεργασία]
caractériel (fr) αρσενικό
- που αφορά το χαρακτήρα, τη συμπεριφορά
- Un trouble caractériel. Διαταραχή της συμπεριφοράς.
- Les traits caractériels. Οι γενικές γραμμές του χαρακτήρα.
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
caractériel (fr) αρσενικό
- άτομο που παρουσιάζει προβλήματα του χαρακτήρα
- Il est caractériel. Έχει διαταραχές της συμπεριφοράς.