caractérologique
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
caractérologique | caractérologiques |
Επίθετο[επεξεργασία]
caractérologique (fr) αρσενικό ή θηλυκό
- που αφορά την χαρακτηρολογία