característico
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Πορτογαλικά (pt)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- característico < από το ελληνικό χαρακτηριστικός
ενικός | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | característico | característicos |
θηλυκό | característica | características |
Επίθετο[επεξεργασία]
característico (pt)
- ο ειδικός, ο χαρακτηριστικός, ο ειδοποιός