caraméliser
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /ka.ʁa.me.li.ze/
Ρήμα[επεξεργασία]
caraméliser (fr)
- (αμετάβατο) ή (μεταβατικό) καραμελώνω
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη caramel