cardite
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
cardite | cardites |
cardite (fr) θηλυκό
ενικός | πληθυντικός |
cardite | cardites |
cardite (fr) θηλυκό