careful
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
παραθετικά | |
θετικός | careful |
συγκριτικός | carefuller / more careful |
υπερθετικός | carefullest / most careful |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
careful (en)
- προσεκτικός
- ↪ Be careful with your work/of your health/about the size/what you say.
- Πρόσεχε τη δουλειά σου/την υγεία σου/το μέγεθος/τι λες.
- ↪ Be careful with your work/of your health/about the size/what you say.