carino
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ιταλικά (it)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
ενικός | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | carino | carini |
θηλυκό | carina | carine |
carino (it)
ενικός | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | carino | carini |
θηλυκό | carina | carine |
carino (it)