carnivoro
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Πορτογαλικά (pt)[επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
ενικός | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | carnivoro | carnivoros |
θηλυκό | carnivora | carnivoras |
carnivoro (pt)
Ιταλικά (it)[επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
carnivoro (it)