carotide
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
carotide | carotides |
carotide (fr) θηλυκό
- η καρωτίδα
ενικός | πληθυντικός |
carotide | carotides |
carotide (fr) θηλυκό