carré
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
carré | carrés |
carré (fr) αρσενικό
Επίθετο[επεξεργασία]
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | carré | carrés |
θηλυκό | carrée | carrées |
carré (fr)
- (μαθηματικά)τετραγωνικός
- ↪ la racine carrée de 4 est égale à 2 - η τετραγωνική ρίζα του 4 είναι 2
- (μεταφορικά) ντόμπρος, ευθύς
- (μεταφορικά) τετράγωνος, του οποίου το φέρσιμο δείχνει έλλειψη ευελιξίας
- ↪ il est très carré dans sa réflexion - είναι πολύ τετράγωνος/φέρεται πολύ τετραγωνικά