cartão de crédito
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Πορτογαλικά (pt)[επεξεργασία]
Πολυλεκτικός όρος[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
---|---|
cartão de crédito | cartões de crédito |
cartão de crédito (pt) θηλυκό
ενικός | πληθυντικός |
---|---|
cartão de crédito | cartões de crédito |
cartão de crédito (pt) θηλυκό