cartilage
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
cartilage | cartilages |
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
cartilage (fr) αρσενικό
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
cartilage | cartilages |
cartilage (en) αρσενικό