cassata
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ιταλικά (it)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- cassata < αραβική qas'at
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
cassata (it)
- (γλυκό) παραδοσιακό γλυκό της Σικελίας
Σικελικά (scn)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- cassata < αραβική qas'at
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
cassata (scn)
- (γλυκό) παραδοσιακό γλυκό της Σικελίας