catapult
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
catapult (en)
- καταπέλτης (το μηχάνημα)
Ρήμα[επεξεργασία]
catapult (en)
- εκτοξεύω, εκσφενδονίζω, θέτω σε τροχιά (και μεταφορικά)