caudal

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

γένος ενικός πληθυντικός
αρσενικό caudal caudals
θηλυκό caudale caudales

Επίθετο[επεξεργασία]

caudal (fr)

  1. ουραίος

Επίθετο[επεξεργασία]

  1. ουραίος
  2. σχετικός με το πίσω μέρος, ραχιαίος, νωτιαίος