cause

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /kɔz/ & /kʰɔːz/

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
cause causes

cause (en)

  1. η αιτία
  2. ο σκοπός, η υπόθεση για την οποία κάποιος αγωνίζεται
    Those who laid down their lives for the cause of the people/of peace.
    Εκείνοι που θυσιάστηκαν για την υπόθεση του λαού/της ειρήνης.

Ρήμα[επεξεργασία]

ενεστώτας cause
γ΄ ενικό ενεστώτα causes
αόριστος caused
παθητική μετοχή caused
ενεργητική μετοχή causing

cause (en)

  • προκαλώ ένα γεγονός, προξενώ
    What caused his death/the accident?
    Τι προκάλεσε το θάνατό του/το δυστύχημα;
    Her absence caused her family a lot of anxiety.
    Η απουσία της προκάλεσε μεγάλη ανησυχία στην οικογένεια της.
    The hatred caused by racial prejudices…
    Το μίσος που προκαλείται από φυλετικές προκαταλήψεις…
    What caused this rash on your face?
    Τι προκάλεσε αυτή την κοκκινίλα στο πρόσωπό σου;
    The floods caused much damage.
    Οι πλημμύρες προξένησαν μεγάλες ζημίες.
     συνώνυμα:  bring, bring about, bring on και generate

Σύνδεσμος[επεξεργασία]

cause (en)

Πηγές[επεξεργασία]



Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

cause < λατινική causa

Σημειώσεις[επεξεργασία]

Από τη λατινική λέξη causa προέρχεται επίσης και η γαλλική chose.

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /koz/
 

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
cause causes

cause (fr)

Εκφράσεις[επεξεργασία]