cautela
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Πορτογαλικά (pt)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
---|---|
cautela | cautelas |
cautela (pt) θηλυκό
- το λαχείο
ενικός | πληθυντικός |
---|---|
cautela | cautelas |
cautela (pt) θηλυκό