cavo
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ιταλικά (it)[επεξεργασία]
Ετυμολογία 1[επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
cavo (it)
Ουσιαστικό1[επεξεργασία]
cavo (it)
Ρήμα[επεξεργασία]
cavo (it)
Ετυμολογία 2[επεξεργασία]
Ουσιαστικό 2[επεξεργασία]
ενικός | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | cavo | cavi |
θηλυκό | cava | cave |
cavo (it)