cello
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
cello | cellos / celli |
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
cello (en)
- (μουσικό όργανο) το τσέλο, το βιολοντσέλο
ενικός | πληθυντικός |
cello | cellos / celli |
cello (en)