cento
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Εσπεράντο (eo)[επεξεργασία]
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | cento | centoj |
αιτιατική | centon | centojn |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
cento (eo)
Ιταλικά (it)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Αριθμητικό[επεξεργασία]
cento (it)
- (απόλυτο αριθμητικό) εκατό (100)
Πηγές[επεξεργασία]
- cento - Vocabolario Treccani online, Istituto della Enciclopedia Italiana (Istituto Treccani).