centrer
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Ρήμα[επεξεργασία]
centrer (fr)
- επικεντρώνω, κεντράρω, εστιάζω
- l'exposition est centrée sur la présentation de nouvelles technologies
- η έκθεση είναι επικεντρωμένη στην παρουσίαση νέων τεχνολογιών
- l'exposition est centrée sur la présentation de nouvelles technologies
- κάνω σέντρα (ποδόσφαιρο)
- le joueur a centré le ballon rond - ο παίκτης έκανε σέντρα τη μπάλα