certain

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

παραθετικά
θετικός certain
συγκριτικός certainter / more certain
υπερθετικός certaintest / most certain

Ετυμολογία [επεξεργασία]

certain < μέση αγγλική certain, certein < παλαιά γαλλική certain < λατινική certanus < certus, cretus < cernere

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ˈsɜː.tn̩/

Επίθετο[επεξεργασία]

certain (en)

  1. βέβαιος, σίγουρος, πιστεύω ακράδαντα κάτι, δεν έχω καμία αμφιβολία
    I am not completely certain about/on that point.
    Δεν είμαι απολύτως βέβαιος σ' αυτό το σημείο.
    I am absolutely certain of her honesty.
    Είμαι απόλυτα βέβαιος για την τιμιότητά της.
    You should be certain I’ll do whatever I can.
    Να είστε βέβαιος πως θα κάνω ό,τι μπορώ.
    Are you certain of success?
    Είσαι σίγουρος για την επιτυχία;
    I am absolutely certain that…
    Είμαι απόλυτα σίγουρος ότι…
     συνώνυμα:  assured, clear, confident, convinced, definite, doubtless, positive, secure και sure
     αντώνυμα: uncertain
  2. βέβαιος, σίγουρος, κάτι στο οποίο μπορεί κανείς να βασιστεί για να συμβεί ή να είναι αληθινό
    His appointment to the position of director is certain.
    Ο διορισμός του στη θέση του διευθυντή είναι βέβαιος.
    He is certain to come.
    Είναι σίγουρο ότι θα έρθει.
    He faced certain death.
    Αντιμετώπισε σίγουρο θάνατο.
    There is no certain remedy for it.
    Δεν υπάρχει σίγουρο φάρμακο για αυτό.
  3. ορισμένος, συγκεκριμένος, που όμως δεν κατονομάζεται, χρησιμοποίησε να αναφέρει ένα συγκεκριμένο πράγμα, άνθρωπο ή ομάδα χωρίς να δίνει περισσότερες λεπτομέρειες για αυτό ή για αυτούς
    There are certain things that…
    Υπάρχουν ορισμένα πράγματα που…
    at a certain time - σε μια συγκεκριμένη ώρα
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη specific

Συγγενικά[επεξεργασία]

Σύνθετα[επεξεργασία]

Εκφράσεις[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]



Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

certain < λατινική certanus

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /sɛʁ.tɛ̃/
 

Επίθετο[επεξεργασία]

γένος ενικός πληθυντικός
αρσενικό certain certains
θηλυκό certaine certaines

certain (fr)

  1. βέβαιος, σίγουρος
  2. ορισμένος