cetera

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Εσπεράντο (eo)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

cetera < ceter + -a

Επίθετο[επεξεργασία]

πτώση ενικός πληθυντικός
ονομαστική cetera ceteraj
αιτιατική ceteran ceterajn

cetera (eo)

li estas kaŝita de la cetera mondo, είναι κρυμμένος από τον υπόλοιπο κόσμο