chérubin

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
chérubin chérubins

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

chérubin (fr) αρσενικό

  1. χερουβίμ
  2. (οικείο) παιδί, « αγγελούδι »
    nos chers chérubins - τα αγαπημένα μας αγγελούδια