chêneau
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
---|---|
chêneau | chêneaux |
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
chêneau (fr) αρσενικό
- μικρή σε ύψος ή σε ηλικία βελανιδιά
ενικός | πληθυντικός |
---|---|
chêneau | chêneaux |
chêneau (fr) αρσενικό