chłodzenie

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Πολωνικά (pl)[επεξεργασία]

πτώση ενικός πληθυντικός
ονομαστική chłodzenie chłodzenia
γενική chłodzenia chłodzeń
δοτική chłodzeniu chłodzeniom
αιτιατική chłodzenie chłodzenia
οργανική chłodzeniem chłodzeniami
τοπική chłodzeniu chłodzeniach
κλητική chłodzenie chłodzenia

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /xwɔˈd͡z̑ɛ̃ɲɛ/
 

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

chłodzenie (pl) ουδέτερο

  • η ψύξη, η πρόκληση μείωσης της θερμοκρασίας