challenging

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]

challenging (en)

  1. μετοχή ενεστώτα του ρήματος challenge

Επίθετο[επεξεργασία]

challenging (en)

  1. το απαιτητικό έργο, το δύσκολο