charger
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
charger | chargers |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
charger (en)
- ο φορτιστής
- ↪ phone charger - φορτιστής κινητού
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Ρήμα[επεξεργασία]
charger (fr)