chaude-pisse
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
---|---|
chaude-pisse | chaudes-pisses |
chaude-pisse (fr) θηλυκό
- (οικείο) η βλεννορραγία