cheat

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

ενεστώτας cheat
γ΄ ενικό ενεστώτα cheats
αόριστος cheated
παθητική μετοχή cheated
ενεργητική μετοχή cheating

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /tʃiːt/

Ρήμα[επεξεργασία]

cheat (en)

  1. (μεταβατικό) εξαπατώ, ξεγελάω κάποιον ή τον κάνω να πιστέψει κάτι που δεν είναι αλήθεια
    It’s a shame to try and cheat an old man.
    Είναι ντροπή να προσπαθείς να εξαπατήσεις ένα γέρο.
    He cheated my sister.
    Ξεγέλασε την αδερφή μου.
  2. (αμετάβατο) κλέβω, αντιγράφω, ενεργώ με ανέντιμο τρόπο για να αποκτήσω πλεονέκτημα, ειδικά σε ένα παιχνίδι, έναν διαγωνισμό, μια εξέταση κτλ.
    I am cheating at cards.
    Κλέβω στα χαρτιά.
    He is cheating on the exams.
    Kλέβει στις εξετάσεις.
    They caught him cheating.
    Τον έπιασαν ν' αντιγράφει.

Παράγωγα[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]