check
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
check | checks |
check (en)
- η επιταγή, το τσεκ
- ο λογαριασμός (πχ στο εστιατόριο)
- το νύγμα ()
- επιθεώρηση, εξέταση
- (σκάκι) το σαχ, το ρουά
- (συνήθως στον πληθυντικό) διακοσμητικό μοτίβο αποτελούμενο από τετράγωνα σε δύο χρώματα, όπως στη σκακιέρα
Πολυλεκτικοί όροι[επεξεργασία]
Ρήμα[επεξεργασία]
ενεστώτας | check |
γ΄ ενικό ενεστώτα | checks |
αόριστος | checked |
παθητική μετοχή | checked |
ενεργητική μετοχή | checking |
check (en)
- ελέγχω, εξετάζω κάτι για να δω αν είναι σωστό, ασφαλές ή δεκτό
- (μεταβατικό) τσεκάρω, κάνω επαλήθευση ονομάτων, αριθμών ή αντικειμένων, συνήθ. από τον κατάλογο όπου αναφέρονται αυτά, βάζοντας δίπλα τους ένα σημαδάκι
- ↪ Check all the items on the list.
- Τσεκάρισε όλα τα πράγματα στον κατάλογο.
- ↪ Check all the items on the list.
- (μεταβατικό) συγκρατώ, διατηρώ υπό έλεγχο σταματώντας κάτι να αυξάνεται ή να χειροτερεύει
- ↪ The government must check the growth in inflation.
- Η κυβέρνηση πρέπει να συγκρατήσει τον πληθωρισμό.
- ↪ The government must check the growth in inflation.
- (μεταβατικό) συγκρατώ, σταματώ τον εαυτό μου από το να πω ή να κάνω κάτι ή να δείξω ένα συγκεκριμένο συναίσθημα
- ↪ I am checking my anger.
- Συγκρατώ το θυμό μου.
- ≈ συνώνυμα: keep in check
- ↪ I am checking my anger.