check

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ΔΦΑ : /t͡ʃɛk/

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
check checks

check (en)

  1. η επιταγή, το τσεκ
  2. ο λογαριασμός (πχ στο εστιατόριο)
  3. το νύγμα (image)
  4. επιθεώρηση, εξέταση
  5. (σκάκι) το σαχ, το ρουά
  6. (συνήθως στον πληθυντικό) διακοσμητικό μοτίβο αποτελούμενο από τετράγωνα σε δύο χρώματα, όπως στη σκακιέρα

Πολυλεκτικοί όροι[επεξεργασία]

Ρήμα[επεξεργασία]

ενεστώτας check
γ΄ ενικό ενεστώτα checks
αόριστος checked
παθητική μετοχή checked
ενεργητική μετοχή checking

check (en)

  1. ελέγχω, εξετάζω κάτι για να δω αν είναι σωστό, ασφαλές ή δεκτό
    He checked his blood pressure.
    Έλεγξε την πίεσή του.
    We’ll check the quality.
    Θα ελέγξουμε την ποιότητα.
    They checked the passengers’ luggage.
    Έλεγξαν τις αποσκευές επιβατών.
    I will check your story/the numbers.
    Θα ελέγξω την ιστορία σου/τους αριθμούς.
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη examine
  2. (μεταβατικό) τσεκάρω, κάνω επαλήθευση ονομάτων, αριθμών ή αντικειμένων, συνήθ. από τον κατάλογο όπου αναφέρονται αυτά, βάζοντας δίπλα τους ένα σημαδάκι
    Check all the items on the list.
    Τσεκάρισε όλα τα πράγματα στον κατάλογο.
  3. (μεταβατικό) συγκρατώ, διατηρώ υπό έλεγχο σταματώντας κάτι να αυξάνεται ή να χειροτερεύει
    The government must check the growth in inflation.
    Η κυβέρνηση πρέπει να συγκρατήσει τον πληθωρισμό.
  4. (μεταβατικό) συγκρατώ, σταματώ τον εαυτό μου από το να πω ή να κάνω κάτι ή να δείξω ένα συγκεκριμένο συναίσθημα
    I am checking my anger.
    Συγκρατώ το θυμό μου.
     συνώνυμα: keep in check

Παράγωγα[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]