chenal
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
---|---|
chenal | chenaux |
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
chenal (fr) αρσενικό
- το πλωτό μέρος ενός ποταμού, καναλιού, κ.α., πάνω στο οποίο ένα πλοίο δεν κινδυνεύει να προσαράξει