cheni
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
cheni (fr) αρσενικό
- (Ελβετία) η ανακατωσούρα, η ακαταστασία
Συνώνυμα[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη pagaille
cheni (fr) αρσενικό