chest
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
chest | chests |
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
chest (en)
- (ανθρώπινο σώμα) το στήθος, ο θώρακας
- το κιβώτιο, η κασέλα, το σεντούκι
- θησαυροφυλάκιο
Πηγές[επεξεργασία]
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 818. ISBN 9780194325684., λήμμα: στήθος