chest

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
chest chests

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

chest (en)

  1. (ανθρώπινο σώμα) το στήθος, ο θώρακας
    He had his chest covered with medals.
    Είχε το στήθος με μετάλλια.
    She has a big chest.
    Έχει μεγάλο στήθος.
     συνώνυμα: bosom, breast, thorax
  2. το κιβώτιο, η κασέλα, το σεντούκι
    a treasure chest - σεντούκι θησαυρού
     συνώνυμα: trunk
  3. θησαυροφυλάκιο

Πηγές[επεξεργασία]

  • Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 818. ISBN 9780194325684. , λήμμα: στήθος