chevalerie
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
chevalerie (fr) θηλυκό
- (ιστορία) η ιπποσύνη, ο ιπποτισμός
chevalerie (fr) θηλυκό