chienne

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
chienne chiennes

Ετυμολογία [επεξεργασία]

chienne < ch(ien) + κατάληξη θηλυκού -ienne

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ʃjen/
 

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

chienne (fr)

  1. (θηλαστικό ζώο) η σκύλα αρσενικό
  2. (χυδαίο) η τσούλα
  3. (Βέλγιο) μαλλιά σε είδος φράντζας στο μέτωπο
  4. (Κεμπέκ) ένδυμα εργασίας συχνά άφλεκτο

Συγγενικά[επεξεργασία]

→ και δείτε τη λέξη chien